κατακαίνουργα, τά
Ερμηνεία:
[κατακαίνουργος ή κατακαίνουργιος, -α, -ο (ο πάρα πολύκαινούργιος)]
Ετυμολογία:
[κατά + καινουργος < καινούργιος (ο νέος)[< καινουργός < (Όμηρ.) καινός (καινουργής, καινούργιος, ) + < (Όμηρ.)εργῶ (κάνω έργο, εργάζομαι) < έργον]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... σχημάτων καὶ μεγεθῶν, ὅλα ἐκ παλαιοῦ χρόνου καὶ ὅλα κατακαίνουργα, τὰ ὁποῖα ..[Πάσχα Ρωμέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|